- τσιγγανάκι
- και τσιγκανάκι, το, Νμικρός τσιγγάνος, παιδί τσιγγάνου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τσιγγανάκι — το μικρός Τσιγγάνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)